Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Ήταν κάποτε μια εφημερίδα



Πριν από πάρα πολλά χρόνια, σε μια χώρα που δεν υπάρχει σήμερα – τόσο πολύ έχει αλλάξει που δεν την αναγνωρίζεις – σε μια άκρη του κόσμου (για τους κατοίκους της, φυσικά, στο κέντρο του, στον ομφαλό της γης, όπως λένε όλοι οι άνθρωποι για την πατρίδα τους) υπήρχε μια εφημερίδα, στην οποία ένιωθες περηφάνια να γράφεις, έστω κι αν ήταν μόνο δυο αράδες· και ευθύνη, φυσικά, και για το παραμικρό και.  

Ήταν η εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος, το όργανο της κεντρικής επιτροπής του και με τους συντάκτες της ακολούθησε (και παρακολούθησε) σε όλες τις φάσεις τη δράση αλλά και μοίρα του λαϊκού κινήματος. Ακόμα και τα πιο μαύρα χρόνια, τα χρόνια του ασταμάτητου κυνηγητού, των δολοφονιών αγωνιστών και του αίματος που έτρεχε ποτάμια, κάτω από αδιανόητες συνθήκες οι συντάκτες της δεν σταμάτησαν να τη γράφουν και να την τυπώνουν καθημερινά για να κυκλοφορήσει το φύλλο – παράνομα φυσικά, κρυφά, από χέρι σε χέρι – για να ενημερωθεί και να πάρει κουράγιο ο λαός. Λόγος για μισθό βέβαια δε γινόταν τότε, αλλά τα βασικά για να ζήσουν, να μπορούν οι συντάκτες να συνεχίσουν να δουλεύουν στο κρησφύγετο όπου στοιχειοθετούσαν μία μία τις λέξεις που «έκαιγαν», η οργάνωση – το κόμμα – τα βόλευε. Και αυτά τα βασικά ήταν σαν μισθός για όλους, χωρίς εξαιρέσεις. Έστω κι αν ήταν μια φέτα ξερό ψωμί και μισή σαρδέλα παστή για τον καθένα.

Έτσι έγινε εκείνο το κόμμα σπουδαίο. Ο λαός τα ‘βλεπε αυτά, τα ‘βλεπε και γύρω του, στο χωριό και τη γειτονιά, πως το κόμμα οργάνωνε τη ζωή, πως η μάχη για το ψωμί πήγαινε παρέα με τη μάχη για την επανάσταση. Αλλιώς η επανάσταση δεν θα είχε νόημα. Τι να την κάνεις την επανάσταση - για τα ντουβάρια; Για τους ανθρώπους, μάλιστα. Και μ’ αυτούς εδώ αξίζει χίλιες στερήσεις, όση δουλειά χρειάζεται για να γυρίσει ο ήλιος. Έτσι έλεγε ο λαός.

Με τέτοιες παρακαταθήκες η εφημερίδα του κόμματος περπάτησε και τους καιρούς της νομιμότητας. Όταν ο κόσμος ανέπνευσε κι η εφημερίδα σιγά σιγά μεγάλωσε, οι συντάκτες της πλήθυναν και το φύλλο με το κατακόκκινο σφυροδρέπανο κρέμονταν πια ελεύθερα στα περίπτερα. Η εφημερίδα λειτουργούσε πια ως επιχείρηση – καπιταλισμό είχαμε και τότε, πώς να λειτουργήσει διαφορετικά· αλλά αυτό δεν σημαίνει πως λειτουργούσε όπως οι άλλες επιχειρήσεις.

Φαινόταν αυτό έντονα σε περιόδους που τα οικονομικά άρχιζαν να μην πηγαίνουν καλά – τα σκαμπανεβάσματα στις κρίσεις του καπιταλισμού είναι για όλους και ήρθαν πολλά στις πολλές δεκαετίες της ζωής της εφημερίδας. Αλλά οι κομμουνιστές αυτό το ήξεραν. Κάπου εκεί στη δεκαετία του ’90, όταν στις άλλες επιχειρήσεις άρχισαν πάλι να κάνουν απολύσεις, να εκμεταλλεύονται ανέργους για ένα κομμάτι ψωμί, να σπάνε τις συμβάσεις εργασίας, η εφημερίδα του κόμματος έδειξε πως δεν ήταν επιχείρηση. Όλοι – κομματικά μέλη και μη – οργάνωσαν έτσι την άμυνά τους ώστε και η εφημερίδα να συνεχίσει να βγαίνει απρόσκοπτα και οι άνθρωποί της να μην βρεθούν στο δρόμο. Αποφάσισαν να συμβάλλουν όλοι κι «όταν με το καλό φτιάξουν τα πράγματα γυρνάμε στα κανονικά». Μια επιτροπή που όρισαν μεταξύ τους ανέλαβε να δει την κάθε περίπτωση, πόσο μπορεί να συνεισφέρει καθένας από το μισθό του, ποιος έχει άλλους πόρους και αντέχει να μην πληρώνεται για ένα διάστημα, ποιοι έχουν οικογένεια και παιδιά. Προχώρησαν «βλέποντας και κάνοντας» και την κέρδισαν τη μάχη όλοι μαζί κι ούτε που περνούσε κανενός απ’ το μυαλό τότε πως μια μέρα θα γυρνούσε ο κόσμος ανάποδα και η εφημερίδα τους σε μια ανάλογη συγκυρία, πολλά χρόνια μετά, θα εφάρμοζε… πρόγραμμα εξυγίανσης και θα προχωρούσε σε απολύσεις με την επίκληση της κακής οικονομικής κατάστασης και των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης.

Ποιος να το πιστέψει. Και πώς να μην σκεφτεί ότι κάτι άλλο τρέχει. Δεν μπορεί να είναι εκείνη η εφημερίδα, ούτε εκείνο το κόμμα. Και μάλλον αυτό είναι το πρόβλημα. Τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις σύντροφοι.

Γεράσιμος Τρύφωνας

Υ.Γ. Κάθε ομοιότητα με την ελληνική περίπτωση ελέγχεται ως (αν)ακριβής